- πέμφιγα
- πέμφιξbreathfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέμφιγα — η / πέμφιξ, ιγος, ΝΑ νεοελλ. ιατρ. δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση πομφολύγων στο δέρμα και στους βλεννογόνους αρχ. 1. πνοή, φύσημα 2. ηλιακή ακτίνα ή λάμψη φωτός 3. σταγόνα, ρανίδα 4. νέφος, σύννεφο και, ιδίως, σύννεφο το οποίο … Dictionary of Greek
δερματολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά το δέρμα, τα εξαρτήματά του και τις ασθένειές τους. Οι παθήσεις του δέρματος ήταν οι πρώτες που αναγνωρίστηκαν και εξετάστηκαν, επειδή ήταν πολύ εμφανείς. Σε κείμενα που προέρχονται από τον ασσυροβαβυλωνιακό, τον… … Dictionary of Greek
πεμφίς — ίδος, ή, ῑδος, ἡ, Α η πέμφιγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέμφιξ, κατά τα θηλυκά σε ίς, ίδος, εφόσον δεν πρόκειται για εσφαλμένη γρφ.] … Dictionary of Greek
πεμφιγοειδές — το ιατρ. χρόνια γενικευμένη δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την έκθυση φυσαλλίδων που είναι γεμάτες από ορό, εμφανίζεται στους ηλικιωμένους και, μολονότι προκαλεί εξασθένηση, δεν αποβαίνει θανατηφόρα, αλλ. καλοήθης πέμφιγα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
πομφός — ο, ΝΑ φλύκταινα ἡ οίδημα τού δέρματος νεοελλ. ιατρ. στοιχειώδης δερματική βλάβη, χαρακτηριστική τής κυδώσεως που έχει χρώμα ανοιχτό ρόδινο ή υπόλευκο, σχήμα στρογγυλό ή πολυκυκλικό, μέγεθος από κεφαλή καρφίτσας έως παλάμης, προεξέχει από το δέρμα … Dictionary of Greek